- Πρυτάνῃ
- Πρυτάνηι , Πρύτανιςrulerfem dat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρυτάνῃ — πρυτάνηι , πρύτανις ruler masc dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανικός — ή, ό / πρυτανικός, ή, όν, ΝΑ [πρύτανις] νεοελλ. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε πρύτανη («πρυτανικός λόγος» ο λόγος που εκφωνείται από τον πρύτανη κατά την διάρκεια τής τελετής η οποία γίνεται για την ανάληψη τών καθηκόντων του) αρχ.… … Dictionary of Greek
πρυτανεία — η 1. το αξίωμα του πρύτανη. 2. η υπηρεσία γύρω από τον πρύτανη. 3. περίοδος θητείας του πρύτανη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα με έδρα την Αθήνα. Μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, δημιουργήθηκε η ανάγκη για την ίδρυση πανεπιστημίου, προκειμένου να στελεχωθεί η χώρα με επιστήμονες. Το 1835 ιδρύθηκε διδασκαλείο για να… … Dictionary of Greek
Πάντειος Σχολή — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αθήνας, του οποίου ο πρώην πλήρης τίτλος ήταν Πάντειος Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Ιδρύθηκε σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του εθνικού ευεργέτη Αλεξάνδρου Πάντου, πολιτευτή από το Βόλο, ο οποίος άφησε όλη … Dictionary of Greek
αντιπρύτανης, ο, -η — καθηγητής ανώτατης σχολής εκλεγμένος για να διαδεχτεί τον πρύτανη: Ο αντιπρύτανης αντικατασταίνει τον πρύτανη σε ορισμένες περιστάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
δωδεκάπολις — Αρχαίες ομοσπονδίες, που συνήθως συγκροτούνταν από την ίδια φυλή και αποτελούνταν από δώδεκα πόλεις. 1. Κοινόν των Αιολέων. Απαρτιζόταν από δώδεκα αιολικές πόλεις της Μικράς Ασίας, που αναφέρονται από τον Ηρόδοτο: Κύμη, Φρικωνίδα, Λάρισα, Νέον… … Dictionary of Greek
καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… … Dictionary of Greek